κωμωδοδιδασκαλος

κωμωδοδιδασκαλος
    κωμῳδοδιδάσκαλος
    κωμῳδο-διδάσκαλος
    ὅ постановщик комедии Arph., Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κωμωδοδιδασκαλος" в других словарях:

  • κωμωδοδιδάσκαλος — κωμῳδοδιδάσκαλος, ὁ (Α) συγγραφέας κωμωδίας ο οποίος δίδασκε τους ηθοποιούς και τον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδός + διδάσκαλος] …   Dictionary of Greek

  • κωμῳδοδιδάσκαλος — comic poet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμωιδοδιδάσκαλος — κωμῳδοδιδάσκαλος comic poet masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμῳδοδιδασκάλοις — κωμῳδοδιδάσκαλος comic poet masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμῳδοδιδασκάλων — κωμῳδοδιδάσκαλος comic poet masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμῳδοδιδασκάλῳ — κωμῳδοδιδάσκαλος comic poet masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κωμῳδοδιδάσκαλοι — κωμῳδοδιδάσκαλος comic poet masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… …   Dictionary of Greek

  • κωμωδοδιδασκαλία — κωμῳδοδιδασκαλία, ἡ (Α) [κωμωδοδιδάσκαλος] διδασκαλία τών ηθοποιών και τού χορού προκειμένου να παίξουν σε κῳμωδία («κωμῳδοδιδασκαλίαν εἶναι χαλεπώτατον ἔργον ἁπάντων», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • κωμωιδοδιδασκάλωι — κωμωιδοδιδασκάλῳ , κωμῳδοδιδάσκαλος comic poet masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»